Πέμπτη 27 Νοεμβρίου 2014

Η στέρνα και το μαργαριτάρι




«Ο συνηθισμένος άνθρωπος είναι στο έλεος του οργανισμού του.  Του ενστικτώδους κέντρου, δηλαδή των εντυπώσεων που προσλαμβάνει με τις αισθήσεις, στο έλεος των ορέξεων, της αδράνειας, της αρρώστιας. Είναι επίσης έρμαιο των συναισθημάτων που συνδέονται με ανθρώπους και τοποθεσίες, παλιές και καινούριες, συμπάθειες και αντιπάθειες, έρμαιο του φόβου και της αγωνίας. Επίσης είναι έρμαιο της σκέψης, δηλαδή της φαντασίας, του ονειροπολήματος, της υποβολής. Πραγματικός άνθρωπος είναι αυτός που καταλαβαίνει γιατί ζει, τι σκοπούς υπηρετεί το σώμα του και τι πρέπει να κάνει. 

 «Δεν ξέρω αν σε αγγίζουν όλα αυτά,» αναρωτήθηκε η Θ. 

«Με εκπλήττεις Θ., θα’ πρεπε να ξέρεις άμεσα,» διαμαρτυρήθηκε εκείνος. 

Έμειναν σιωπηλοί για ένα διάστημα. Τη σιωπή την διέκοψε ο Δ. που είπε, με στοχαστικό ύφος:

«Συλλογίζομαι τον παραλληλισμό σου με το όστρακο. Το φαντάζεσαι μήπως σε καμιά στέρνα;»

Η Θ. γέλασε.
«Όχι, το όστρακο και η στέρνα είναι το ίδιο για μένα.»

«Πως είναι το ίδιο;» απόρησε ο Δ.

«Να, μέσα στο όστρακο μπορεί να κατασκευαστεί ένα μαργαριτάρι από τη διάλυση και μίξη των εξω-ανθρώπινων στοιχείων. Εγώ νιώθω σ’αυτήν εδώ την περιοχή (έδειξε το στέρνο της) μια στέρνα, που μέσα της χύνονται τα δυο ρεύματα, περνούν από την σπαγειρία τους, τελούν τους ιερούς γάμους τους και μεταμορφώνονται σε μαργαριτάρι. Σ’ένα μαργαριτάρι που αυξάνει σε όγκο με κάθε νέο γάμο των Κοσμικών Ρευμάτων. Μεγαλώνοντας το μαργαριτάρι, μεγαλώνει και η στέρνα.»

«Κάτι αρχίζω να υποπτεύομαι,» είπε ο Δ. «Κι είναι μεγάλο το μαργαριτάρι σου, Θ.;»

 Ιερός Γάμος 2



 



Σάββατο 22 Νοεμβρίου 2014

Στον εξώστη του κόσμου




«Τράβηξαν κατά τη θάλασσα που σπίθιζε κάτω από τον ήλιο, την οδήγησε μακριά από τη θάλασσα, μέσα από αγρούς, από δασύλλια, από θαμνώδη μέρη, την έβγαλε πάλι στη θάλασσα, σε μιαν άλλη θάλασσα, έπειτα την πέρασε από άλλους αγρούς, από άλλα δάση, από άλλες θαμνώδεις εκτάσεις. Η Θ. πρόσεξε ότι είχαν διαγράψει έναν μεγάλο κύκλο. Η ατμόσφαιρα ανάμεσά τους ήταν όμορφη, απαλή, ανάλαφρη. Ο Δ. δεν είχε καμιά σαρκική βαρύτητα, η Θ. κόντευε να βγάλει φτερά. Κανείς δεν είχε όρεξη για κουβέντες. Και οι δυο ρουφούσαν την ομορφιά της κυκλικής περιήγησης. Όταν συμπληρώθηκε ο ένας κύκλος, άρχισε ένας δεύτερος, αρκετά στενότερος, σε πιο ανηφορικό επίπεδο. Οι εναλλαγές ανάμεσα σε στεριά και σε θάλασσα έγιναν πιο συναρπαστικές. Έκλεισε και ο δεύτερος κύκλος. Άρχισε ένας τρίτος, σε πολύ πιο ψηλό επίπεδο. Και πιο στενός από τους άλλους. Περίεργο, η Θ. δεν είχε δει κανένα ύψωμα αρχικά. Το ότι, όμως, βρέθηκαν ξαφνικά να ανεβαίνουν, σε σπείρες, ένα ύψωμα δεν την ξάφνιασε καθόλου. Σαν να ήταν το μόνο φυσικό που μπορούσε να συμβεί. Καμιά κορυφή δεν υψωνόταν απανωθέ τους. Κι όμως ανέβαιναν. Όταν συμπληρώθηκε και ο τρίτος κύκλος, ο Δ. άνοιξε την πόρτα του και βγήκε. Άνοιξε και τη δική της και τη βοήθησε να βγει.

«Δεν πάει άλλο το αυτοκίνητο, θα συνεχίσουμε με τα πόδια. Δώσε μου το χέρι σου» της είπε.

Η Θ. κοίταξε γύρω της. Μπροστά της απλωνόταν, κυκλικό, το τρίτο πεδίο της ανάβασής της. Η έκταση ήταν εντελώς επίπεδη. Έδωσε το χέρι της στον Δ. και αφέθηκε να την οδηγήσει. Ο δρόμος άρχισε να ανηφορίζει. Η Θ. απόρησε. Αφού όλη η έκταση ήταν επίπεδη, πως βρέθηκαν να ανηφορίζουν; Αλλά δεν είχε λόγια. Όλα της φαίνονταν τόσο αφύσικα φυσικά και τόσο φυσικά αφύσικα. Ανέβαιναν, ανέβαιναν, στην επίπεδη γη, ώσπου έφτασαν μπροστά σε μια ξύλινη πόρτα. Πως είχε ξεφυτρώσει έτσι ξαφνικά μπροστά τους; Η Θ. δεν ένιωθε καμιά περιέργεια. Ήταν δοσμένη στην πληρότητα της στιγμής. Ο Δ. έψαξε και βρήκε στο σύρτι της. Την άνοιξε.  Τράβηξε μέσα τη Θ. και έκλεισε. 

Βρέθηκαν σε ένα βαθύσκιο από πανύψηλα δέντρα. Της φάνηκε ότι ανήκαν σε άλλη χλωρίδα. Αλλά ούτε αυτό την παραξένεψε. Προχώρησαν. Βγήκαν από το βαθύσκιο. Πέρασαν ανάμεσα από κάτι παρτέρια. Τα λουλούδια άνθιζαν σε πανύψηλους μίσχους, ίσαμε το μποϊ τους. Τα μάτια της Θ. θάμπωσαν από το αιμάτινο χρώμα τους. Της φάνηκε ότι έγερναν τα κεφάλια τους σαν για να την καλωσορίσουν. Το κόκκινο άρχισε να ξεθωριάζει σ’ένα γλυκό ροζ. Μια σειρά από πορτοκαλόχρωμα λουλούδια τώρα άρχισαν να κάνουν τις ελαφρές υποκλίσεις τους. Πιο κάτω την τύφλωσε το εκθαμβωτικό κίτρινο κάτι άλλων λουλουδιών. Τα κίτρινα τα διαδέχτηκαν πράσινα λουλούδια, στην ίδια διάταξη, με τις ίδιες εθιμοτυπικές κινήσεις. Τη σειρά των πράσινων την πήραν τώρα τα γαλάζια και τη σειρά των γαλάζιων, τα μαβιά. Η Θ. τους κινούσε κι αυτή το κεφάλι σε αντιχαιρετισμό. Βρισκόταν σε ελαφριά μέθη που την είχε μεταφέρει σε άλλη περιοχή. 

«Γύρισε τώρα πίσω το βλέμμα σου και κοίταξε μέσα από αυτό το συγκεντρωτικό φακό,» της είπε ο Δ. και της έδωσε ένα φακό. 

Η Θ. έκανε μεταβολή και κοίταξε μέσα από το φακό. 

«Θεέ μου,» ψέλλισε. «Τι είναι αυτό;»

Ο φακός είχε συγκεράσει τα χρώματα όλων των λουλουδιών σ’ένα γλυκύτατο λευκό, σ’ένα λευκό που δεν τύφλωνε, που δεν ζάλιζε, σ’ένα λευκό που ήταν η εξωτερική ανταύγεια μιας εσωτερικής χωνεμένης φλόγας. Η καρδιά της γέμισε από ανείπωτη γλυκύτητα. Δεν εννοούσε να ξεκολλήσει τον φακό από τα μάτια της. Ο Δ. την τράβηξε από τον αγκώνα. 

«Έλα,» της είπε μαλακά, «μας περιμένουν κι άλλα.»

«Ξέρεις,» είπε η Θ. γυρίζοντας σ’αυτόν, «αυτό το απαλό αντιφέγγισμα του φίλντισι, το έχει κι ο μαργαρίτης της στέρνας μου.»

Ο Δ. κούνησε το κεφάλι σαν να ήξερε. Εκείνη τη στιγμή ήξερε, αν και η Θ. ποτέ δεν του είχε φανερώσει τι γινόταν στη στέρνα της. Την πήρε πάλι από το χέρι και προχώρησαν. Τα βήματά τους δεν άφηναν ήχο. Τότε η Θ. θυμήθηκε ότι ούτε τα λόγια που είχε πει στον Δ. είχαν βγάλει ήχο. 

«Δ. μίλησέ μου, σε παρακαλώ, μίλησέ μου δυνατά,» γύρισε και του είπε. 

«Σωστά κατάλαβες, Θ. Δεν ακούγεται ήχος εδώ,» της είπε ο Δ.

«Τότε, πως μιλάμε;» απόρησε η Θ.

«Αυτό εσύ το ξέρεις καλύτερα από μένα. Τι έλεγες στην κυρία Κ; Δεν της έλεγες ότι υπάρχει κι άλλος τρόπος επικοινωνίας εκτός από τον λεκτικό;»

«Δίκιο έχεις,» παραδέχτηκε η Θ. Δεν της φάνηκε καθόλου παράξενο που ο Δ. ήξερε τη στιχομυθία της με την κυρία Κ. χωρίς να του έχει πει τίποτα. 

«Κοίτα κάτω Θ.» της είπε ο Δ. κι έδειξε μακριά με το χέρι του. Η Θ. κοίταξε. Κι είδε τη θάλασσα να αναδιπλώνεται σ’όλες τις αποχρώσεις των ψυχρών χρωμάτων, πράσινη γαλάζια, βαθυγάλανη, μαβιά. Επάνω της πετάριζαν ασημένιες μαρμαρυγές. 

«Τι όμορφη που είναι η θάλασσα! Και πόσο κάτωθέ μας! Σαν να είμαστε στον εξώστη του κόσμου, Δ. Δεν νομίζεις;»

«Ναι, Θ.» συμφώνησε ο Δ. «Κοίτα τώρα επάνω,» είπε, υψώνοντας το χέρι του. 

Η Θ. κοίταξε και είδε τον ουρανό να αναδιπλώνεται σ’όλες τις αποχρώσεις των θερμών χρωμάτων. Κόκκινος, πορτοκαλής, κίτρινος. 

«Θεέ μου,» ψέλλισε θαμπωμένη. «Κάτω η θάλασσα, επάνω ο ουρανός και εμείς ανάμεσά τους. Που ανήκουμε, Δ;»

«Αυτό το ξέρεις καλύτερα εσύ, Θ. Έλα κοντά στο πεζούλι.»

Την πήρε από το χέρι και την οδήγησε στα κράσπεδα της περιοχής όπου υψωνόταν ένα χαμηλό πεζούλι. 

Η Θ. πλησίασε και κοίταξε κάτω. Χάος χώριζε την περιοχή τους από τη θάλασσα. Δεν έβλεπε πουθενά γη. Λες και όλη η γη, και όχι μόνο όλη η γη, αλλά όλοι οι πλανήτες και οι απλανείς αστέρες, όλοι οι αστερισμοί, να είχαν συμπτυχτεί σ’αυτή και μόνη την περιοχή που πατούσαν οι δυο τους. Και η περιοχή αυτή της φάνηκε επίπεδη, σαν πιάτο. Έπλεε, σαν νησί, σαν σύννεφο, ανάμεσα ουρανού και γης, χωρίς να ακουμπάει πουθενά. Έμοιαζε με εναέριο σκάφος. 

«Τι ωραία, Δ. πόσο χαίρομαι που μ’έφερες εδώ.»

«Δεν σου υποσχέθηκα να σε πάω κάπου που να σου θύμιζε τον Παράδεισο;» είπε κοιτάζοντάς την με εξαϋλωμένη αγάπη. 

Η αγάπη στα μάτια του πλήθυνε, έγινε νερό, έγινε σύννεφο και άρχισε να διαλύει το φυσικό του σχήμα. 

«Θ. κοίτα το σώμα σου,» της είπε. 

Η Θ. γύρισε για να δει το σώμα της. Είχε αρχίσει κι αυτό να διαλύεται. Έχανε τη σταθερή μορφή του. Την πλημμύρισε ένα αίσθημα αγαλλίασης. Πόσο ανάλαφρη ένιωθε τώρα που είχε απαλλαγεί από το βάρος του σαρκίου. Ένα ανάβρυσμα χαράς άρχισε να την συνεπαίρνει.

«Αλλάζουμε σώμα, Δ.» του φώναξε με άνηχη φωνή. 

«Ναι αγάπη μου,» της αποκρίθηκε εκείνος.

Η μια μεταλλαγή ακολούθησε την άλλη. Στο τέλος δεν έμεινε παρά ένα αχνό, συννεφένιο σώμα. Η Θ. ένιωσε κάτι να γαργαλάει τις πλάτες της. 

«Τι έχω στις πλάτες μου, Δ.; τον ρώτησε.

«Είναι τα φτερά σου, αγάπη μου,» της ψιθύρισε γεμάτος λατρεία. 

«Που είναι τα δικά σου, Δ.;»

«Εγώ δεν έχω, γλυκιά μου. Δεν είμαι σαν εσένα. Θέλω όμως να γίνω κάποτε φτερωτός, θέλω να σου μοιάσω.»

«Τι κρίμα, Δ. Θα ήταν ωραία να νιώθαμε ακριβώς το ίδιο.»

«Ναι Θ. Αλλά κι αυτό που μπόρεσα να νιώσω είναι πολύ για μένα. Και το οφείλω στην αγάπη μου για σένα.»

«Γιατί η αγάπη σου δεν σου έδωσε φτερά, Δ;»

«Ξεχνάς ότι το κάθε τι μπορεί να φθάσει ως εκεί που του επιτρέπει ο σπόρος του;»

«Αλήθεια, το είχα ξεχάσει.»

«Αυτό με κάνει να σ’αγαπώ ακόμα πιο πολύ. Να σ’αγαπώ σαν πλάσμα του ουρανού.»

«Ναι Δ.» είπε η Θ. γεμάτη από την αγαλλίαση τόσων μεταμορφώσεων. 

«Έλα τώρα εδώ,» της είπε και την οδήγησε σε μιαν άλλη γωνιά του παράξενου “σκάφους”.

«Ας ξαπλώσουμε σ’αυτά τα χαλίκια από φίλντισι.»

Ξάπλωσαν. Για προσκεφάλι τους έβαλαν από μια αγκαλιά σμαραγδένια φύλλα.

«Σ’ακούω, Δ.» είπε η Θ. νιώθοντας ότι ο Δ. ήθελε να της κοινοποιήσει κάτι το πολύ σημαντικό. 

«Θ. θέλω να σου μιλήσω για τη Σεραφίτα.»

«Τη Σεραφίτα του Μπαλζάκ, που είχες αναφέρει στην τελευταία μας συνάντηση;»

«Ναι, Θ.»

Ιερός Γάμος  2




Σάββατο 15 Νοεμβρίου 2014

Εσύ, φίλη μου, πέθανες







Δυο πρόσωπα που αναφέρονται στον Ιερό Γάμο, η Β. και ο Γ.Γ. διατηρούσαν αλληλογραφία με τη Σοφία. Ζούσαν στο εξωτερικό και απο ότι φαίνεται είχαν μια πολύ εκλεπτυσμένη και βαθιά επικοινωνία με τη Σοφία. Αναφέρεται επίσης πως υπήρχαν σκέψεις για κάποια συνεργασία μεταξύ τους. Το παρακάτω συγκινητικό απόσπασμα είναι απο γράμμα του Β.Β. προς τη Σοφία. 




«Καταλαβαίνω και νιώθω τις μεγάλες δυσκολίες που ασφαλώς αντιμετωπίζει κανείς μετά το σπάσιμο του κλοιού. Δεν υπάρχει κανένα «μια για πάντα». Θα πρέπει να βαδίζουμε συνεχώς στα ακροδάχτυλά μας, διαφορετικά, πολύ σύντομα θα βρεθούμε να στηριζόμαστε και πάλι στα πέλματά μας. Αλλά η ζωή δεν είναι στατική και κανείς δεν μπορεί να αρπαχτεί από τα ταχύρροα νερά της. Αιώνια επαγρύπνηση, ελαστική επίγνωση, παθητική εγρήγορση και όχι επιθετική δράση, είναι το τίμημα για την δημιουργική κατάσταση του είναι.

Δεν υπάρχει ούτε λόγος, ούτε χώρος για απελπισία, λύπη, θρήνους και δάκρυα. Σε καταλαβαίνω απόλυτα. Γιατί να λυπάσαι; Βγήκες από το σκοτάδι στο φως. Μείνε, λοιπόν, στο φως, για να διαλύεις τα σκοτάδια απ’ όπου περνάς. Εσύ, φίλη μου άναψες ένα φως μέσα σου και τι άλλο μπορούν να κάνουν οι καημένες οι σκιές από το να θρηνούν και να αγωνίζονται απεγνωσμένα για να υπερασπίσουν την ψεύτικη και εφήμερη ύπαρξή τους, προτού διαλυθούν στο φως της αληθινής δράσης;  Ίσως οι σκιές, όπως τα φτωχά ανθρώπινα όντα, φοβούνται να αντικρύσουν το φως και δεν γνωρίζουν τη χαρά της διάλυσης, την έκσταση του «θνήσκειν». 

Εσύ, φίλη μου, πέθανες, πραγματικά πέθανες σ’όλα τα χθες, σ’όλο το παρελθόν και τώρα στέκεσαι ανανεωμένη και δροσερή για να ανταποκριθείς στις πάντα καινούργιες προκλήσεις της ζωής. Η ουσία αυτής της ανταπόκρισης δεν είναι ο χρόνος, αλλά η σιγή. Τότε υπάρχει η δυνατότητα μιας αλλαγής, μιας μεταμόρφωσης σε μιαν εντελώς καινούρια ποιότητα του νου. Αυτή η σιγή ενεργεί με τρομακτική δύναμη – όπως σου δίδαξε η πείρα σου αυτής της στιγμής – δημιουργεί τη δική της ενέργεια – μια φωτιά που πυρπολεί όλες τις συγκρούσεις, όλη τη σκουριά, όλους τους φόβους. Και αυτή ακριβώς είναι η ομορφιά της.»


Ιερός Γάμος 2 









Τρίτη 11 Νοεμβρίου 2014

Ο χρυσός σπόρος






7.
Άλλα μονοπάτια αυτοί περπατούν,
και έτσι την αληθινή ευδαιμονία εγκαταλείπουν,
αναζητώντας τις απολαύσεις που τα διεγερτικά παράγουν.
Το μέλι μέσα στα στόματά τους και τόσο κοντά σε αυτούς,
θα εξαφανιστεί αν αμέσως δεν το πίνουν.

8.
Οι ανόητοι τον κόσμο δεν κατανοούν.
Σε ένα θλιμμένο μέρος υπάρχουν. 
Όχι όμως οι σοφοί,
εκείνοι που το νέκταρ του παραδείσου πίνουν,
ενώ οι ανόητοι πεινούν για τη σάρκα.

38.
Τα μάτια της χαράς και της ευχαρίστησης
και τα φύλλα της δόξας μεγαλώνουν
Αν τίποτα δεν ρέει έξω οπουδήποτε,
απερίγραπτη ευδαιμονία θα παραχθεί.

(aποσπάσματα : «The Royal Song of Saraha»)











«Μέσα του ο άνθρωπος κλείνει το Φως και το Σκοτάδι. Αυτά τα δυο συστατικά συνιστούν τη λεγόμενη ψυχή του. Αν ο άνθρωπος εκλέξει το Φως, τη Θεϊκή Αγάπη, τη Ζωή, τότε κερδίζει σε φωτεινότητα, πτητικότητα, ανοδικότητα. Και, κρατώντας αγκαλιαστά το σκοτεινό του κομμάτι, αρχίζει να το ανεβάζει προς το Βασίλειο του Φωτός. Όσο πιο ψηλά το ανεβάζει, τόσο εκείνο αποβάλλει τη σκοτεινή και καταστρεπτική του όψη και μεταβάλλεται σε Φως, σε Ζωή.»

Ο Θεόφιλος θυμήθηκε, σαν σε αστραπή, τα όσα είχε ακούσει για την απορρόφηση των κάτω τριγώνων από το επάνω και για τον μετασχηματισμό των ενεργειών. Του έμενε, ωστόσο, μια απορία γύρω από το θέμα σεξ και σπέρμα. Τι θέση είχαν άραγε αυτά σε μια τόσο μεγαλειώδη σύλληψη; Δεν αμφέβαλε ότι η αντρική μορφή είχε πιάσει την απορία του. Όπως και έγινε. 

«Η Σκοτία και το Φως, Ο Θάνατος και η Ζωή, κληροδοτούν στα πλάσματα τις δικές τους ιδιότητες το καθένα. Η Σκοτία κληροδοτεί τη φθορά και το θάνατο της σάρκας, το Φως, τη Ζωή ή καλύτερα τη διαιώνισή της.»

Ο Θεόφιλος έδειχνε απορημένος. Γι’αυτό ο «Γέροντας» έσπευσε να εξηγήσει.
«Μέσα στη φθαρτή σάρκα του ανθρώπου, τη σφραγισμένη από το Θάνατο, η Ζωή τοποθέτησε το δικό της σπόρο, έτσι ώστε, ενώ το σώμα πεθαίνει, να μη σταματά η Ζωή. Αν η Ζωή δεν είχε εναποθέσει τον χρυσό της σπόρο μέσα στη θνητή σάρκα του ανθρώπου, η Γη θα ήταν ένα νεκροταφείο και θα θριάμβευε ο Υιός του Θανάτου και της Απωλείας.»

Ο Θεόφιλος ένιωσε να φωτίζεται. Ο «Γέροντας» σίγουρα εννοούσε το σπέρμα.
«Ώστε το σπέρμα είναι σπορά Ζωής, από την Πηγή της Ζωής,» είπε νοερά, ξέροντας ότι ο «Γέροντας» θα άκουγε τον συλλογισμό του. Όπως και έγινε. Ο «Γέροντας» συγκατένευσε.
«Μα τότε,» συνέχισε να συλλογίζεται ο Θεόφιλος με απορία, «γιατί οι άνθρωποι περιβάλλουν το σπέρμα και την πράξη με τόσες ασχήμιες;»

(…)

Ο Θεόφιλος ένιωσε θάμβος στην αποκάλυψη ότι το σπέρμα είχε θεϊκή προέλευση, ότι προοριζόταν για αντίδοτο στον Θάνατο. Ωστόσο, το παιχνίδι  Ζωή – Θάνατος του φάνηκε αδιέξοδο. Μια άσκοπη διελκυστίνδα, μια ισοπαλία. Αν και οι δυο αντίπαλοι ήταν το ίδιο ισχυροί, τότε μια θα κέρδιζε ο ένας, μια ο άλλος, χωρίς ποτέ να τελειώνει αυτό το παιχνίδι. Τον κατέλαβε ένα αίσθημα ασφυξίας. Ο «Γέροντας» συνέχισε:

«Ναι, η ισοπαλία οδηγεί σε ασφυκτικό αδιέξοδο, αν δει κανείς τα πράγματα στη φαινομενική τους όψη. Πίσω, όμως, από τα φαινόμενα υπάρχει μια μυστική πτυχή που σπάει το αδιέξοδο γέννηση – θάνατος.»

«Και ποια είναι αυτή;» ρώτησε με λαχτάρα ο Θεόφιλος. 

«Το πολυδιάστατο της Ζωής,» εκανε ο «Γέροντας», αφήνοντας ακόμα πιο απορημένο τον Θεόφιλο. Σε λίγο συνέχισε. 

«Το σπέρμα, ή η σεξουαλική ενέργεια που το διαπερνά, έχει πτητικές ιδιότητες. Μ’άλλα λόγια, φτερά. Αν ο άνθρωπος δεν τη χρησιμοποιήσει για να διατηρήσει τη σαρκική ζωή στη γη, μπορεί να τη χρησιμοποιήσει για να ανεβεί τη μυστική, αόρατη κλίμακα μέσα του, την κλίμακα που οδηγεί από τον πόλο του Θανάτου, στην αρχική Πηγή της Ζωής. Γι’αυτό, όσοι εμφορούνται από το πνεύμα της Ζωής, όσοι αρνούνται να πεθάνουν ψυχικά μαζί με ο σώμα τους, εσωστρέφουν τη σεξουαλική τους ενέργεια στέλνοντάς την κατακόρυφα προς τα επάνω.»


Δοσίληθο πέος