«Την άλλη μέρα, καθώς η Θ. γύριζε στο νου της τα συμβάντα της
προηγούμενης, διαπίστωσε ότι η απομάκρυνση του Φ. απ’αυτήν, η προσήλωσή του
στην Π., το φανερό γεγονός ότι κάτι είχε προηγηθεί μεταξύ τους καθώς και το ότι
ο Φ. έπαιζε απ’ ότι φαινόταν, διπλό παιχνίδι, δεν άγγιξαν την παραμικρή χορδή
ζηλοτυπίας μέσα της. Το είναι της είχε απλώς καταγράψει όλες τις λεπτομέρειες
εντελώς αντικειμενικά. Το παλιό «υποκείμενο», που άλλοτε έπαιρνε τα πράγματα
προσωπικά και θιγόταν θανάσιμα, δεν έδειχνε κανένα σημείο ζωής, δεν δήλωνε
καθόλου την παρουσία του.
Κανονικά, δηλαδή εγωκεντρικά, κάνει κανείς κατοχή του προσώπου που
δείχνει έλξη και ερωτικό ενδιαφέρον, ιδιαίτερα μάλιστα αν η έλξη και η
ανταπόκριση είναι αμοιβαία. Νιώθει ότι ο άλλος είναι κτήμα του, δικός του, ιδιοκτησία
του και αντιδρά στην απομάκρυνση ή στην προδοσία του. Τότε, η παλιά έλξη ή
«αγάπη» μετατρέπεται σε έχθρα, σε θυμό, σε μίσος, σε μνησικακία, σε οργή, ακόμα
και σε εκδικητικότητα.
«Τι καλά,» παρατήρησε η Θ.
«ελευθερώθηκα απ’εκείνον τον εφιάλτη που έπαιρνε τα πάντα προσωπικά, κτητικά,
πάντα με την προσωπική αντωνυμία «μου», όπως «δικός μου», «δική μου», «δικό
μου», σαν να ήταν εξαρτήματά του. Αλλά τώρα ο Φ. είναι ένα ξεχωριστό,
αυθύπαρκτο, μοναδικό άτομο, εντελώς ανεξάρτητο από μένα και ασύνδετο. Γιατί λέω
ασύνδετο;»
Σταμάτησε λίγο για να ρίξει πιο
βαθιά το εσωτερικό της βλέμμα. Και τότε είδε ότι ο Φ. είχε γίνει «ασύνδετος» επειδή διάλεξε να στρέψει τη ροή της
ερωτικής του ενέργειας στην Π. Μέσα της δεν διέκρινε καμιά απαίτηση ή
επιθυμία για το αντίθετο, δηλαδή να είχε στρέψει το ερωτικό του ρεύμα στην
ίδια. Τα πράγματα θα ήταν διαφορετικά αν
η ίδια η ερωτική του ενέργεια, από δική της θέληση κι εκλογή, είχε νιώσει
ακατανίκητη και σταθερή έλξη για τη Θ. Τότε καμιά προσπάθεια του Φ. να τη
στρέψει αλλού δεν θα μπορούσε να φέρει καρπούς. Θα ήταν πέρα από τις
δυνατότητες του προσωπικού, εγωκεντρικού εαυτού του, και καθαρά υπόθεση των
μαγνητικών ρευστών του. Και κανένα
εγωκεντρικό εγώ δεν μπορεί να επιβάλει την επιθυμία του στα μαγνητικά ρευστά.
Μ’αυτήν την έννοια, η έλξη, κάθε έλξη, πολύ περισσότερο η ερωτική, είναι μια
δωρεά, ένα χάρισμα από μιαν άγνωστη περιοχή που κινείται και ενεργεί
σύμφωνα με τους δικούς της νόμους και τη δική της εκλογή. Κι επειδή είναι
ευρύτερη και βαθύτερη, ο επιφανειακός εαυτός θα πρέπει, κανονικά, να την
υπακούει, να προσαρμόζεται σε αυτήν, να μην επεμβαίνει για να διακόψει την
ελεύθερη ροή της. Αν οι άνθρωποι γνώριζαν αυτό το μυστικό, δεν θα υπήρχε
αποτυχημένος έρωτας. Τι θα γινόταν τότε; Απλούστατα, ο έρωτας θα έκανε τον
κύκλο του, την πορεία του, θα εξαντλούσε τα εσωτερικά καύσιμα του και θα
έσβηνε, χωρίς αυτό να πληγώνει το άτομο. Και τι πληγώνει το άτομο;»
(…)
«Τι λοιπόν, πληγώνει το άτομο;» ρώτησε με ανυπομονησία η Λ.
«Για την ώρα διακρίνω τρεις
παράγοντες: Ο ένας έχει να κάνει με τον
εγωκεντρικό εαυτό του όταν επεμβαίνει στον έρωτα και τον κάνει σωστή τυραννία.»
«Αυτό ακριβώς έγινε με τον μεγάλο
έρωτά μου, όπως ξέρεις,» αναφώνησε η Λ. «Τη μια καλή μας στιγμή τη διαδεχόταν
δέκα τυραννικές. Ήταν ένας βασανιστής που ζητούσε την επιβεβαίωση της αγάπης
μου με πλάγια βασανιστικά μέσα. Κι όταν κάποτε επαναστατούσα στην τυραννία του,
μου ξεστόμιζε: «Να λοιπόν, που δεν μ’αγαπάς.» Και μ’άφηνε να πνίγομαι στους
λυγμούς. Και ποιος είναι ο δεύτερος παράγοντας;»
«Ο δεύτερος παράγοντας οδηγεί στην κατάπνιξη του έρωτα, επειδή δεν
συμβαδίζει με το εγωκεντρικό προγραμμά μας,» είπε η Θ.
«Διάνα,» είπε ζωηρά η Λ. «Ούτε
αυτός ο παράγοντας απουσίαζε από τη σχέση μου με τον ΛΕ, όπως θα θυμάσαι. Αυτό
που ένιωθε για μένα, του κατέστρεφε τα σχέδια για γάμο με μια μικρή και πλούσια
κοπέλα. Γι αυτό έκανε τα αδύνατα δυνατά να το πνίξει.»
«Ακριβώς,» συμφώνησε η Θ. και
συνέχισε: «Και ο τρίτος κάνει
απεγνωσμένες προσπάθειες να συντηρήσει στην κατάψυξη το πτώμα του νεκρού πια
έρωτα, ελπίζοντας ότι θα αναστήσει ξανά τις χαρές του.»
«Αυτή είμαι εγώ,» είπε
σκυθρωπάζοντας η Λ. «Ενώ μέσα μου το ξέρω ότι η παλιά φλόγα έχει σβήσει, ότι ο
ΛΕ. δεν νοιάζεται πια για μένα, ο νους μου βρίσκεται σε συνεχή απασχόληση με
τις παλιές καλές στιγμές, ενώ η φαντασία μου σκηνοθετεί μιαν αναζωπύρωση του
έρωτά μας, χωρίς καμιά από τις παλιές άσχημές του. Αλλά γιατί λες ότι πληγώνει
αυτός ο τελευταίος παράγοντας; Εγώ βρίσκω παρηγοριά σ’αυτόν.»
«Ως πότε θα βρίσκεις;» την
αντέκρουσε η Θ. «Κάποτε θα βαρεθείς να ζεις στη φαντασία και θα θελήσεις να
ζήσεις απτά όλα τα ωραία που θα έχεις υφάνει μέσα σου. Και τότε, δεν θα
πληγωθείς με την σκληρή πραγματικότητα που θα έχει κουρελιάσει τις ωραίες σου
προσδοκίες;»
«Άκου λέει, θα γινόμουν κουρέλι.
Θα πληγωνόμουν θανάσιμα. Δίκιο έχεις.»
Ιερός Γαμος 4
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου